- αμονάρχητος
- -η, -οαυτός που δεν κυβερνιέται από μονάρχη: Η Ελλάδα είναι σήμερα αμονάρχητη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.